ρουφιανιά

ρουφιανιά
η
1) сводничество; 2) перен. донос, клевета

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ρουφιανιά" в других словарях:

  • ρουφιανιά — η, Ν [ρουφιάνος] 1. η ιδιότητα και οι ενέργειες τού ρουφιάνου, το να ενεργεί κανείς ως προαγωγός, η μαστροπία 2. ψεύτικη κατηγορία, διαβολή, σκευωρία, δολοπλοκία, ραδιουργία, σπιουνιά …   Dictionary of Greek

  • ρουφιανιά — η η πράξη του ρουφιάνου, η διαβολή, η κατάδοση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαστροπεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, μ. θεωρείται κάθε πράξη που αποβλέπει στη διαφθορά της νεότητας και στην ενίσχυση της πορνείας. Οι ερμηνευτές του Ειδικού Ποινικού Δικαίου διακρίνουν τη μ. σε δυο κύριες κατηγορίες, στην απλή και στη… …   Dictionary of Greek

  • προαγωγεία — η, ΝΑ [προαγωγεύω] 1. η ενέργεια τού προαγωγεύω, το έργο ή η ενασχόληση τού προαγωγού, παρακίνηση σε μαστροπεία, εξώθηση σε πορνεία, ρουφιανιά 2. φρ. «προαγωγείας γραφή» (αττ. δ.) δημόσια δίκη εναντίον εκείνων που ασκούσαν μαστροπεία και στους… …   Dictionary of Greek

  • φιτιλιά — η ραδιουργία, δολοπλοκία, κακόβουλη διάδοση, ρουφιανιά: Έβαλε φιτιλιές στ αδέρφια, κι αυτά μάλωσαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»